- κραντηρ
- κραντήρ-ῆρος ὅ [κραίνω] зуб мудрости
(οἱ τελευταῖοι γόμφιοι, οὓς καλοῦσι κραντῆρας Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(οἱ τελευταῖοι γόμφιοι, οὓς καλοῦσι κραντῆρας Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κραντήρ — κραντήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κραίνω (Ι)] 1. αυτός που τελειώνει κάτι 2. άρχοντας, ηγεμόνας 3. δόντι 4. στον πληθ. οἱ κραντήρες τα τελευταία δόντια που βγάζει ο άνθρωπος, οι φρονιμήτες, οι σωφρονιστήρες («φαίνονται δὲ οἱ τελευταῑοι τοῑς ἀνθρώποις γομφίοι … Dictionary of Greek
κραντῆρα — κραντήρ one that accomplishes masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραντῆρας — κραντήρ one that accomplishes masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραντῆρες — κραντήρ one that accomplishes masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραντῆρι — κραντήρ one that accomplishes masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραντῆρος — κραντήρ one that accomplishes masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράντειρα — κράντειρα, ἡ (Α) (θηλ. τού κραντήρ) αυτή που άρχει, που εξουσιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραντ ήρ + κατάλ. ειρα (πρβλ. σωτ ήρ: σώτ ειρα)] … Dictionary of Greek
κραίνω — (I) κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α) (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α.… … Dictionary of Greek
ραίστωρ — και ῥάστωρ Α (κατά τον Ησύχ.) «κραντήρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαίω «καταστρέφω, συνθλίβω» (πρβλ. μέλλ. ῥαίσω) + επίθημα τωρ (πρβλ. ψαίσ τωρ)] … Dictionary of Greek
κράντειρα — fem nom/voc sg κραντήρ one that accomplishes fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράντειραν — κράντειρα fem acc sg κραντήρ one that accomplishes fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)